νεόθηλος

νεόθηλος
νεό-θηλος, ον, = foreg.11, A.Eu.450.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεόθηλος — νεόθηλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νεοθηλής* (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηλος (< θηλή), πρβλ. εύ θηλος] …   Dictionary of Greek

  • νεοθήλου — νεόθηλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”